Οι Έλληνες αποτελούν ένα από τα αρχαιότερα έθνη που διέμεναν στα εδάφη
της σημερινής Ουκρανικής Επικράτειας. Από τον 8ο έως τον 6ο π. Χ. αιώνα
οι Έλληνες εμφανίσθηκαν στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου,
ασχολήθηκαν με το εμπόριο και ίδρυσαν πόλεις-αποικίες. Η πρώτη από
αυτές ιδρύθηκε από Έλληνες καταγόμενους από τη Μίλητο (Μικρά Ασία) στη
νήσο Μπερεζάν το δεύτερο ήμισυ του 7ου π. Χ. αιώνα. Αργότερα ιδρύθηκαν
οι πόλεις Όλβια στον ποταμό Μπούγκ, Θήρα στο Δνείστερο, Θεοδοσία,
Παντικάπαιον, Νυμφαίον, Χερσόνησος στην Ταυρίδα (Κριμαία). Οι πιο
σημαντικές αποικίες με τον καιρό μετατράπηκαν σε έλληνο-βαρβαρικές
πόλεις-κράτη. Τον 6ο π. Χ. αιώνα ιδρύθηκε το Βασίλειο του Βοσπόρου. Οι
αρχαίες παρευξείνιες αποικίες, πλην της Χερσονήσου και του
Παντικαπαίου, καταστράφηκαν τον 4ο αιώνα π. Χ. από τους Ούννους. Οι
ελληνικές πόλεις άσκησαν σημαντική πολιτιστική και οικονομική επιρροή
στους ιθαγενείς λαούς.
Τον 9ο αιώνα μ. Χ. ιδρύθηκε το παλαιό
Κράτος του Κιέβου (Κράτος των Ρως), που είχε στενές σχέσεις με την
Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα μετά τον εκχριστιανισμό του Κράτους
του Κιέβου το 988. Στο Κίεβο, αλλά και σε άλλες πόλεις του κράτους
ερχόταν έλληνες ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, επιστήμονες, ιερείς. Οι
μάστορες από το Βυζάντιο συμμετείχαν στην κατασκευή και διακόσμηση των
ιερών όπως ο Ναός της Αγίας Σοφίας και το Μοναστήρι του Αγίου Μιχαήλ
στο Κίεβο. Οι οικονομικές και πολιτικές σχέσεις ενισχύθηκαν με συχνούς
δυναστικούς γάμους μεταξύ των βυζαντινών αρχοντικών γενών και του
γένους των Ριούρικ.
Η άλωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ως
συνέπεια τη μεγάλη εκροή του ορθοδόξου πληθυσμού. Πολλές χιλιάδες
Έλληνες βρήκαν καταφύγιο στα ουκρανικά εδάφη. Η μετοίκηση των Ελλήνων
αυτή διάρκεσε καθ’ όλη την περίοδο κυριαρχίας της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια.
Στα τέλη του 16ου –17ο αιώνα
ιδρύθηκαν σημαντικές ελληνικές κοινότητες στο Λβιβ,
Κάμιανετς-Ποντίλσκυ, Οστρόγκ και άλλες πόλεις της Δυτικής Ουκρανίας. Οι
Έλληνες μετείχαν όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη, αλλά και στην
κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική ζωή των πόλεων αυτών.
Ήταν ενεργά μέλη και ευεργέτες των Ορθοδόξων Αδελφοτήτων, οι
δραστηριότητες των οποίων στόχευαν στην υποστήριξη της ορθόδοξης
παιδείας και πολιτισμού, προστασία των δικαιωμάτων των Ορθοδόξων
Χριστιανών. Στον τομέα αυτό οι πιο ένδοξοι ήταν οι επιστήμονες και
λόγιοι Αρσένιος Ελλασώνας, Κύριλλος Λούκαρις, Διονύσιος Παλαιολόγος κ.
α.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Έλληνες και στο κράτος των
Κοζάκων – Γκετμάνστσινα (η ονομασία προέρχεται από τη λέξη «Γκέτμαν»
-τίτλος που έφεραν οι ουκρανοί ηγεμόνες). Στερούμενοι της δυνατότητας
να αγωνίζονται για την Ορθοδοξία στην πατρίδα τους, πολλοί Έλληνες
μετείχαν στον απελευθερωτικό πόλεμο του ουκρανικού λαού υπό τον Γκέτμαν
Μπογντάν Χμελνύτσκι. Την ελληνική καταγωγή είχαν πολλά κοζάκικα
αρχοντικά γένη, όπως των Καπνίστ, Μοτσόκα, Τομαρά, Μαζαράκη, Τερναβιότ,
Ματζαπέτα, Κωνσταντινόβιτς κ. α. Γνωστοί κρατικοί παράγοντες της
Γκετμάνστσινα ήταν οι Έλληνες Ασταμάτιϊ, Δανιήλ Γραίκ κ. α.
Το
1657 ο Γκέτμαν Μπογντάν Χμελνύτσκι παραχώρησε φορολογικές απαλλαγές
στην ομάδα των ελλήνων εμπόρων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην πόλη
Νίζιν όπου ίδρυσαν μεγάλη ελληνική κοινότητα που επωφελήθηκε του
δικαιώματος της αυτοδιοίκησης. Σημαντικές ελληνικές κοινότητες υπήρχαν
και στην Περεγιάσλαβ και το Κίεβο, όπου το 17ο αιώνα ιδρύθηκε το
ελληνικό Μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης.
Στην Μογίλεια Ακαδημία
Κιέβου, το πιο σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ανατολικής και Νότιας
Ευρώπης του 16ου και του 17ου αιώνα, σπούδασαν πολλοί Έλληνες.
Σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη της ουκρανικής επιστήμης στα τέλη
του 18ου αιώνα έκαναν ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης,
ιδρυτές της περίφημης Ιερατικής Σχολής στην Πολτάβα.
Κατά την
ρωσική κυριαρχία στα ουκρανικά εδάφη συνεχίσθηκε η πρόοδος των
ελληνικών κοινοτήτων. Στα τέλη του 18ου αιώνα στη Νότια Ουκρανία
εγκαταστάθηκαν Έλληνες, κυνηγημένοι από τις Οθωμανικές αρχές κατά τον
ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1768-1774. Το 1779-1783, κατόπιν διαταγής των
Ρωσικών Αρχών, από την Κριμαία στην Προαζοφική μετοίκισαν χιλιάδες
Έλληνες, παλαιοί κάτοικοι της χερσονήσου. Οι μέτοικοι ίδρυσαν τη
Μαριούπολη και 20 χωριά. Οι Αρχές τούς παραχώρησαν σημαντικά προνόμια,
γεγονός που τους επέτρεψε να πετύχουν, εντός σύντομου χρονικού
διαστήματος, την οικονομική άνθηση της περιοχής. Ο ελληνικός πληθυσμός
της Προαζοφικής διατήρησε τον εθνικό του πολιτισμό, τη γλώσσα και τις
παραδόσεις του. Οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν επίσης στις πόλεις
Κατερινοσλάβ, Ελισαβετγράντ, Νοβομοσκόβσκ, συνεισφέροντας στην
οικονομική ανάπτυξή τους. Οι νέοι νότιοι λιμένες της Ρωσικής
Αυτοκρατορίας – Οδησσός, Νικολάεβ, Χερσών, Ταγκανρόγκ – προσέλκυσαν
έλληνες εμπόρους. Κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα οι ελληνικοί
εμπορικοί οίκοι ήλέγχαν σχεδόν όλο το εμπόριο των λιμένων. Η Αικατερίνη
Β΄, με διάταγμά της, εγκατέστησε στα ουκρανικά παράλια της Μαύρης
Θάλασσας και την Κριμαία ελληνικές στρατιωτικές αποικίες. Με τον καιρό
οι άποικοι άρχισαν να ασχολούνται με την γεωργία και το εμπόριο. Η
ρωσική ηγεσία ευνοούσε τους Έλληνες-Φαναριώτες (Καντακουζηνό, Μουρούζη,
Υψηλάντη, Καρατζή και άλλους), παραχωρώντας τους μεγάλα κτήματα στο
Νότο της Ουκρανίας.
Στις αρχές του 19ου αιώνα στην Οδησσό, όπου
διαβίωνε μια από τις πιο έγκυρες και πλούσιες κοινότητες, αναπτύχθηκε
το ελληνικό εθνικό κίνημα. Εδώ το 1814 ιδρύθηκε η «Φιλική Εταιρεία», η
οποία διαδραμάτισε εξαιρετικό ρόλο στην απελευθέρωση της Ελλάδος από
τον τουρκικό ζυγό.
Οι κοινωνικές αναταράξεις του 20ου αιώνα
επηρέασαν και τις ελληνικές κοινότητες της Ουκρανίας. Πολλοί Έλληνες
εγκατέλειψαν την χώρα, πολλοί άλλοι αφομοιώθηκαν. Σύμφωνα με τα
στοιχεία της απογραφής πληθυσμού του 1926, στην Ουκρανία ζούσαν 124.000
Έλληνες, εκ των οποίων 97.000 στην Προαζοφική, 16.000 στην Κριμαία,
3.500 στην περιοχή της Οδησσού. Στην δεκαετία του 1920 και τις αρχές
της δεκαετίας του 1930 οι Έλληνες είχαν στην Ουκρανία 3 εθνικές
περιοχές και 30 εθνικά διοικητικά όργανα στα χωριά – «συμβούλια
χωριών». Κατά την εφαρμογή της πολιτικής εθνοτικής ανάπτυξης, που είχε
ανακηρυχθεί από την σοβιετική εξουσία και είχε ως στόχο την πολύπλευρη
υποστήριξη όλων των εθνικών μειονοτήτων και την κατάρτιση εθνικών
στελεχών, οι Έλληνες ίδρυσαν τα δικά τους εκπαιδευτικά ιδρύματα,
εφημερίδες, δημοσίευσαν έργα της εθνικής λογοτεχνίας. Πολύ σύντομα,
όμως, η πολιτική της σοβιετικής εξουσίας έναντι των αλλοεθνών άλλαξε,
άρχισαν οι διώξεις, η απαγόρευση εκδηλώσεων της εθνικής αυτοσυνείδησης,
η καταναγκαστική αφομοίωση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής
πληθυσμού του 2001, στην Ουκρανία διέμεναν 91.500 Έλληνες, 77.500 εκ
των οποίων - στο Νομό του Ντονέτσκ. Μόνο το 6,4% των Ελλήνων της
Ουκρανίας δήλωσε ότι η μητρική του γλώσσα είναι ελληνική, οι υπόλοιποι
θεωρούν ως μητρική τη ρωσική γλώσσα.
Ο Νόμος της Ουκρανίας «Περί
Εθνικών Μειονοτήτων» κατοχυρώνει τα δικαιώματα των διάφορων μειονοτήτων
της χώρας και παρέχει κάθε ελευθερία στις πνευματικές και πολιτιστικές
δραστηριότητές τους. Στην ανεξάρτητη Ουκρανία έχουν ιδρυθεί πολλοί
ελληνικοί σύλλογοι, οι οποίοι, στο μέτρο των οικονομικών τους
δυνατοτήτων, αναπτύσσουν αξιόλογη πολιτιστική δραστηριότητα. Το 1995
ιδρύθηκε η Ομοσπονδία Ελληνικών Συλλόγων Ουκρανίας, που εδρεύει στη
Μαριούπολη και συγκεντρώνει σήμερα 95 συλλόγους από 19 Νομούς της
Ουκρανίας. Στη Συμφερούπολη λειτουργεί η Ομοσπονδία Ελλήνων Κριμαίας,
στους κόλπους της οποίας συγκεντρώνονται 16 σύλλογοι.
Η
οργανωμένη ομογένεια έχει τις ακόλουθες εφημερίδες: «Έλληνες της
Ουκρανίας» και «Χρόνος», που εκδίδονται στη Μαριούπολη, «Καμπάνα» στο
Ντονέτσκ, «Οδησσός» στην Οδησσό, «Ελληνική Εφημερίδα» και «Νέος Πόντος»
στη Συμφερούπολη, «Χερσόνησος» στη Σεβαστούπολη. Ο Σύλλογος Ελλήνων
Κιέβου «Κωνσταντίνος Υψηλάντης» έχει την εφημερίδα «Ελπίδα», ενώ το
Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού «Ζορμπάς» στο Κίεβο εκδίδει το περιοδικό
«Ελληνική Σημαία».